τεμπελχανάς

τεμπελχανάς
ο, θηλ. τεμπελχανού, Ν
(για πρόσ.) τεμπέλαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tembel-hane «κατοικία τεμπέληδων» κατά το αρσ. σε -άς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεμπελχανάς — ο πληθ. άδες, θηλ. ού αρχιτεμπέλης, πολύ οκνηρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλοχανείο — το 1. χαμαιτυπείο στο οποίο προσφέρεται και πρωκτική συνουσία 2. μτφ. χώρος όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + χανείο κατά το τεμπελχανείο < τεμπελχανάς < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων»] …   Dictionary of Greek

  • τεμπελχανείο — και τεμπελχανιό, το, Ν·ομάδα ή κατοικία τεμπέληδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπελχανάς. Η λ., στον λόγιο τ. τεμπελχανεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τεμπελχανεύω — και τεμπελχανιάζω Ν [τεμπελχανάς] τεμπελιάζω πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”